- προσκόλλημα
- -ήμματος, τὸ, Α [προσκολλῶ]1. φολιδωτή συγκόλληση2. προσκόλληση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσκολλημάτων — προσκόλλημα agglutination neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσκολλήματα — προσκόλλημα agglutination neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)